- θαλλοφόρος
- -α, -ο1. αυτός που έχει ή κρατάει βλαστούς.2. αυτός που στην πομπή των Παναθηναίων κρατούσε κλαδί ελιάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θαλλοφόρος — carrying young olive shoots masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλλοφόρος — ο (Α θαλλοφόρος, ον) αυτός που κρατά στο χέρι θαλλό αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ θαλλοφόροι αυτοί που κρατούσαν θαλλούς ελιάς κατά την εορτή τών Παναθηναίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + φορος (< φέρω), πρβλ. θανατη φόρος, τροπαιο φόρος] … Dictionary of Greek
θαλλοφόρον — θαλλοφόρος carrying young olive shoots masc/fem acc sg θαλλοφόρος carrying young olive shoots neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλλοφόροι — θαλλοφόρος carrying young olive shoots masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλλοφόρους — θαλλοφόρος carrying young olive shoots masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλλοφορώ — θαλλοφορῶ, έω (Α) [θαλλοφόρος] κρατώ θαλλό ελιάς σε πομπή … Dictionary of Greek